
Στον τομέα της Ιατρικής Επιστήμης, η έννομη τάξη αξιώσει από τους επιστήμονες υγείας την πλήρη συμμόρφωση με τον Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας και τις επιταγές αυτού. Η κρίσιμη διαπίστωση για τη θεμελίωση της ιατρικής (ποινικής) ευθύνης συνδέεται με την έλλειψη της απαιτούμενης επιμέλειας βάσει των ιατρικών προτύπων (standars), τα οποία προσδιορίζουν το επίπεδο ποιότητας των υπηρεσιών υγείας, αλλά και την απαιτούμενη σύνεση των ειδικών κατά την παροχή αυτών. Τα ως άνω απορρέουν, μεταξύ άλλων, από τη διάταξη του άρθρου 2 παρ.3 του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας (ν. 3418/2005): «Το ιατρικό λειτούργημα ασκείται σύμφωνα με τους γενικά αποδεκτούς και ισχύοντες κανόνες της ιατρικής επιστήμης» και από το Νόμο 1565/1939 “Περί Κώδικος Ασκήσεως Του Ιατρικού Επαγγέλματος”: «Ο ιατρός έχει νομική υποχρέωση να αποτρέψει το αξιόποινο αποτέλεσμα της σωματικής βλάβης του ασθενούς».
Αναφορικά με την ιατρική αμέλεια, πρέπει να γίνει μνεία ότι αυτή, ως έννοια, εκτείνεται σε κάθε απόκλιση από τους κανόνες επιμέλειας που απορρέουν από το δίκαιο, την ιατρική επιστήμη και τη δεοντολογία. Η αμέλεια ενδέχεται να είναι είτε ασυνείδητη («άνευ συνειδήσεως»), όταν ο δράστης δεν προέβλεψε καν το αξιόποινο αποτέλεσμα, είτε ενσυνείδητη, όταν το προέβλεψε ως δυνατό, αλλά πίστεψε ότι δεν θα επέλθει (άρθρο 28 Π.Κ), ενώ μπορεί να εκδηλώνεται τόσο με ενέργεια όσο και με παράλειψη.
Κατά τους θεωρητικούς τους Δικαίου, έκαστος κοινωνός οφείλει να λαμβάνει κατά νου το πώς θα έπραττε ο μέσος σώφρων, νοήμων και ευσυνείδητος άνθρωπος, που ανήκει στον ίδιο κλάδο κοινωνικής δράσης, κάτω από όμοιες συνθήκες. Στον τομέα, λοιπόν, της Ιατρικής, κάθε ειδικός οφείλει να επιδεικνύει την προσοχή και επιμέλεια που θα έδειχνε υπό τις ίδιες συνθήκες ο μέσος συνετός ιατρός. Ωστόσο, ο Νομοθέτης δεν εμμένει σε αυτό το κριτήριο, αλλά συγχρόνως δίνει σημασία και στο τι θα μπορούσε υποκειμενικά να πράξει έκαστος ιατρός βάσει των ατομικών του δεξιοτήτων και γνώσεων. Αν, επομένως, ο ιατρός συμπεριφερθεί επιμελώς, σύμφωνα με τους αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και την ηθική δεοντολογία του λειτουργήματός του, δίχως την παραβίαση ουδενός καθήκοντος επιμέλειας, τότε δεν φέρει ουδεμία ευθύνη για το αποτέλεσμα του επικείμενου θανάτου ή της σωματικής βλάβης ασθενούς (άρθρα 302 και 314 του Π.Κ.)
Συνακόλουθα, σύμφωνα με τον Κ.Ι.Δ, μια ιατρική πράξη θεωρείται σύννομη, όταν βρίσκεται στα πλαίσια της επιτρεπόμενης κινδυνώδους δράσης, η οποία προσδιορίζεται από τις ακόλουθες ενέργειες: (α)επιλογή της αρμόδιας ιατρικής-θεραπευτικής μεθόδου, (β)πλήρης και κατατοπιστική ενημέρωση του ασθενούς, (γ)εκτέλεση της ιατρικής πράξης ή μεθόδου, ακολουθώντας πιστά τους κοινώς αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης («lege artis»), κατόπιν ρητής συναινέσεως του θεραπευόμενου.
Δέον να λεχθεί ότι η πάγια Νομολογία δέχεται την ποινική ευθύνη ιατρού που: (α)δεν προέβη σε έγκαιρη διάγνωση του ιατρικού προβλήματος, με αποτέλεσμα την ραγδαία επιδείνωση της κατάστασής του ασθενούς, (β)προχώρησε σε διενέργεια ιατρικής επέμβασης, αμελώντας να χορηγήσει την κατάλληλη θεραπευτική αγωγή, (γ)καθυστέρησε σημαντικά την εκτέλεση ιατρικής πράξης, με αποτέλεσμα την αδυναμία ίασής, (δ)δεν ώθησε τον ασθενή στη διενέργεια των απαιτούμενων εργαστηριακών εξετάσεων, (ε)δεν εντόπισε τις επιπλοκές ή τις παρενέργειες που προκάλεσε η ιατρική πράξη, ώστε να παραπέμψει τον ασθενή στην κατάλληλη θεραπευτική αντιμετώπιση, (ζ)αδιαφόρησε στο άμεσο μετεγχειρητικό στάδιο. Τεκμαίρεται, επομένως, ότι ουδεμία ποινική ευθύνη φέρει ο ιατρός ο οποίος άσκησε το λειτούργημά του, έχοντας ως γνώμονα τα ενδεδειγμένα πρότυπα της ιατρικής επιστήμης και πρακτικής.
Επισημαίνεται δε, ότι στα εξ’ αμελείας εγκλήματα, δεν νοείται συναυτουργία (μορφή συμμετοχής στο έγκλημα), διότι απουσιάζει ένα από τα κύρια συστατικά της στοιχεία, ήτοι το στοιχείο της συναπόφασης. Συνεπώς, στις περιπτώσεις των άρθρων 302 Π.Κ (ανθρωποκτονία από αμέλεια) και 314 Π.Κ (σωματική βλάβη από αμέλεια), πρέπει να γίνει δεκτό ότι πρόκειται για παραυτουργία, ελλείψει κοινού δόλου σύμπραξης.
Τέλος, αξίζει να γίνει μια σύντομη αναφορά στην αντικειμενική ευθύνη που φέρει έκαστο δημόσιο νοσοκομείο -ως Ν.Π.Δ.Δ- σε περίπτωση θανάτου ασθενούς από αμέλεια των διορισμένων ιατρών. Κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 922 Α.Κ., προκύπτει ότι, αν από αμελή συμπεριφορά ιατρού (του προστηθέντος), προκλήθηκε βλάβη σε ασθενή, η ευθύνη για την αποκατάσταση της ζημίας ανήκει στον προστήσαντα (στο δημόσιο νοσοκομείο), υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι κάτωθι προϋποθέσεις: ήτοι (α)υπάρχει σχέση πρόστησης μεταξύ ιατρού και νοσοκομείου, (β)αμελής συμπεριφορά του ιατρού κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του και (γ)η ιατρική πράξη συνδέεται αιτιωδώς με τη βλάβη που προκλήθηκε (ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου). Όταν συντρέχουν σωρευτικά τα ανωτέρω, ο δημόσιος ιατρικός φορέας φέρει την αντικειμενική ευθύνη να αποκαταστήσει την ηθική/περιουσιακή βλάβη που υπέστη ο ασθενής, ενώ δεν αποκλείονται αξιώσεις περί δίκαιης ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης από τους συγγενείς του αποβιώσαντος ασθενούς. Συνεπώς, σε περίπτωση αμέλειας ιατρού (ή άλλως ιατρικού σφάλματος) διορισμένου σε Δημόσιο Νοσοκομείο ευθύνεται παράλληλα και το νοσοκομείο ως Ν.Π.Δ.Δ (Άρθρο 105 και 106 Α.Κ:“Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του Δημοσίου κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το Δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος...”).